Χαμηλή Όραση (Low Vision, LV)

Ο όρος χαμηλή όραση δεν έχει πάντοτε ενιαίο ορισμό και ο πληθυσμός που περιλαμβάνει εξαρτάται από το φορέα που ορίζει τη χαμηλή όραση. Κλασσικά ως χαμηλή όραση ονομάζεται η επιδείνωση της όρασης ώστε αυτή να μη θεωρείται πλέον «φυσιολογική».

A. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.)

  • Χαμηλή όραση ονομάζεται η οπτική οξύτητα που είναι χαμηλότερη από 6/18 και ίση ή καλύτερη από 3/60 στον οφθαλμό με την καλύτερη όραση και τη μέγιστη δυνατή διόρθωση.
  • Άτομο με χαμηλή όραση ονομάζεται το άτομο με έκπτωση της λειτουργίας της όρασης όταν, ακόμη και μετά από θεραπευτική ή διορθωτική παρέμβαση, έχει οπτική οξύτητα μικρότερη από 6/18 έως και αντίληψη φωτός ή με οπτικό πεδίο μικρότερο από 10 μοίρες από το σημείο προσήλωσης, αλλά χρησιμοποιεί ή είναι ικανός να χρησιμοποιεί την υπάρχουσα όραση για το σχεδιασμό ή και την εκτέλεση μιας δραστηριότητας που απαιτεί τη χρήση της όρασης.

B. Σύμφωνα με το National Eye Institute (NEI/NIH, 2008) χαμηλή όραση ορίζεται η διαταραχή της όρασης που δε διορθώνεται με τη χρήση διορθωτικών γυαλιών, φακών επαφής ή με οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση, φαρμακευτική ή χειρουργική και η οποία διαταράσσει την ικανότητα του ατόμου να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητα.

Γ. Σύμφωνα με την ταξινόμηση του Centers for Medicare & Medicaid Services χαμηλή όραση ονομάζεται η καλύτερα διορθωμένη οπτική οξύτητα (best-corrected visual acuity, BCVA) μικρότερη από 20/60 στον καλύτερο οφθαλμό, συμπεριλαμβανομένων και διαταραχών του οπτικού πεδίου όπως ημιανοπία, γενικευμένη στένωση και κεντρικά σκοτώματα όπως αυτά αναφέρονται στη λίστα του International Classification of Diseases, 9th Edition–Clinical Modification Manual (ICD-9, 2015)

Ως «λειτουργική όραση» ονομάζεται η ικανότητα ενός ατόμου να εκτελεί σημαντικές, εξαρτώμενες από την όραση δραστηριότητες. Η απώλεια της λειτουργικής αυτής ικανότητας λόγω διάφορων οφθαλμικών παθήσεων οδηγεί σε κατάσταση χαμηλής όρασης (Sahli et al. 2019).

Κατηγορίες Λειτουργικής Ικανότητας βάσει της Oπτικής Οξύτητας (Snellen Chart)

  1. Όραση 20/10-20/25 Όρια φυσιολογικής όρασης (normal acuity)
  2. Όραση 20/30-20/60 Μειωμένη οπτική ικανότητα κυρίως στις λεπτομέρειες και στις αντιθέσεις. Πτώση κάτω από 20/40 σηματοδοτεί ακόμη μεγαλύτερη δυσχέρεια σε δραστηριότητες όπως η οδήγηση, ανάγνωση μικρών γραμμάτων, παρακολούθηση τηλεόρασης, ενασχόληση με Η/Υ ή άλλες ηλεκτρονικές συσκευές κ.α. Ταυτόχρονα παρατηρούνται αλλαγές στην αντίληψη των χρωμάτων
  3. Όραση 20/70-20/160 Σημαντική πτώση της λειτουργίας της όρασης με ακόμη μεγαλύτερη δυσχέρεια στην εκτέλεση των παραπάνω δραστηριοτήτων και περαιτέρω διαταραχή της χρωματικής αντίληψης.
  4. Όραση 20/200-20/400 ή/και οπτικό πεδίο ≤20ο Σοβαρή απώλεια όρασης -στα όρια αυτά ξεκινά και η λεγόμενη νομική τυφλότητα (legal blindness). Σε αυτές τι περιπτώσεις απαιτείται ειδική υποβοήθηση για την εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων.
  5. Όραση 20/500-20/1000 Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνονται και περιπτώσεις με στένωση του οπτικού πεδίου που προκαλεί σωληνωτή όραση. Η λειτουργικότητα επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό και τα περιθώρια δράσεων είναι περιορισμένα.
  6. Όραση <20/1000 Η υπολειπόμενη όραση επιτρέπει μόνο την αναγνώριση κινούμενης χειρός ή πηγής φωτισμού.
  7. No Light Perception (NLP) Αδυναμία ανίχνευσης οποιουδήποτε οπτικού ερεθίσματος

Ταξινόμηση του International Classification of Disease-10 του 2016

Ανατρέχοντας, λοιπόν, στους κλασικούς ορισμούς της χαμηλής όρασης καταλαβαίνουμε ότι περιλαμβάνει αδρά ασθενείς με οπτική οξύτητα από 1/20 έως 3/10 ή και με περιορισμένο οπτικό πεδίο (<20ο).

Δεδομένου, όμως, ότι τα όρια αυτά δε μπορεί να είναι απόλυτα περιχαρακωμένα, το υλικό των ασθενών που θα συμμετέχουν στην έρευνα, αναγκαστικά θα συμπεριλαμβάνει και άτομα με χαμηλότερα αλλά και καλύτερα επίπεδα όρασης, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι σχεδόν πάντα ή τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, η όραση των δύο οφθαλμών είναι ανισότιμη.

Μάλιστα δε μπορεί να πει κανείς ότι ένα άτομο με όραση 4-5/10 στον ένα οφθαλμό και πολύ χαμηλή, στα όρια της ολικής τυφλότητας (total blindness), στον άλλο οφθαλμό δε χρήζει παρεμβάσεων υποστήριξης, υποβοήθησης και ανίχνευσης της περαιτέρω εξέλιξης της πάθησης τους.

Είναι ζωτικής σημασίας για τα άτομα αυτά να διατηρούν όσο το δυνατό καλύτερο επίπεδο όρασης για το μεγαλύτερο δυνατό διάστημα ώστε να μην χάσουν τη λειτουργικότητα τους. Η επαγρύπνηση των ασθενών με στόχο την έγκαιρη ανίχνευση και αναζήτηση ιατρικής υποστήριξης είναι βασικός στόχος της ερευνητικής διαδικασίας και για τα λόγο αυτό τα όρια της όρασης των συμμετεχόντων θα είναι πιο αδρά καθορισμένα.