Σύμφωνα με τα δεδομένα του 2010 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.) ο αριθμός των ατόμων με χαμηλή όραση προσεγγίζει τα 246 εκατομμύρια. Στη λίστα των αιτίων συμπεριλαμβάνονται και παθήσεις με μη αναστρέψιμη εξέλιξη, με κυριότερη την Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας (Η.Ε.Ω.), το γλαύκωμα και τη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια (WHO, 2010).

Ηλικιακή Εκφύλιση Ωχράς Κηλίδας (Η.Ε.Ω.)

Η Η.Ε.Ω. είναι όπως προαναφέρθηκε η κυριότερη αιτία τυφλότητας και χαμηλής όρασης σε άτομα άνω των 50 ετών (Schwartz et al. 2015). Πρόκειται για μια πολυπαραγοντική πάθηση του αμφιβληστροειδή που προσβάλλει κυρίως την περιοχή της ωχράς κηλίδας όπου εντοπίζεται η περιοχή της ευκρινέστερης όρασης (κεντρικό βοθρίο). Φαίνεται ότι προκαλείται από συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων και διακρίνεται σε δύο μορφές, την ξηρά και την υγρά μορφή. Και οι δύο μορφές μπορούν να προκαλέσουν μη αναστρέψιμη απώλεια της κεντρικής όρασης

Δεδομένης της προοδευτικής πορείας της νόσου, η πρώιμη ανίχνευση οποιασδήποτε αλλαγής στη λειτουργία της όρασης μπορεί να έχει καίρια σημασία για την τελική έκβαση, ιδίως στην υγρά μορφή της νόσου. Όπως φάνηκε από τις μελέτες MARINA και ANCHOR όσο νωρίτερα αντιμετωπιστεί η ανάπτυξη της χοριοειδικής νεοαγγείωσης τόσο καλύτερη είναι η έκβαση του οπτικού αποτελέσματος (Kaiser et al. 2007, Boyer et al. 2007).

Η πρώιμη αυτή ανίχνευση βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην επαγρύπνηση του ίδιου του ασθενή ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται πιθανές αλλαγές της όρασής του (Mitcell et al. 2018, Ravazi et al. 2018).

Διαβητική Αμφιβληστροειδοπάθεια

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια αποτελεί σημαντική αιτία απώλειας όρασης παγκοσμίως. Υπολογίζεται ότι περίπου το 1/3 των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη εμφανίζουν σημεία διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας (Lee et al. 2015). Σε μια συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας το 2010, υπολογίστηκε ότι περίπου 3,63 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως εμφανίζουν μέτρια και σοβαρή διαταραχή της όρασης λόγω διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας (Bourne et al. 2013).


Η πάθηση διακρίνεται σε παραγωγική και μη παραγωγική μορφή και παρουσιάζει εξελικτικό χαρακτήρα και στις δύο περιπτώσεις. Οι ασθενείς αυτής της κατηγορίας εμφανίζουν ιδιαίτερες ανάγκες υποβοήθησης, δεδομένου ότι η παρακολούθηση της πάθησης του εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από τη διατήρηση της όρασης (δοσολογία ινσουλίνης, ενδείξεις στο σακχαρόμετρο κ.α.) (Shrestha et al. 2014). Η πρώιμη ανίχνευση και η επαγρύπνηση των ασθενών σχετικά με τις επιπτώσεις της πάθησή τους στην όρασή τους είναι και σε αυτή την περίπτωση ιδιαίτερης σημασίας.

Γλαύκωμα

Το γλαύκωμα αποτελεί την κυριότερη αιτία νοσηρότητας (morbidity) σχετιζόμενης με τη λειτουργία της όρασης καθώς οδηγεί σε μη αναστρέψιμη απώλεια όρασης (Tatham et al. 2014). Το γλαύκωμα προσβάλλει περισσότερο από 70 εκατ. άτομα παγκοσμίως και μόλις το 10-50% των ατόμων αυτών γνωρίζουν ότι έχουν γλαύκωμα (Weinreb et al. 2014).

Πρόκειται για μια ομάδα παθήσεων του οπτικού νεύρου που χαρακτηρίζονται από εκφύλιση των γαγγλιακών κυττάρων του αμφιβληστροειδή. Μπορεί να διαχωρισθεί σε δύο ευρύτερες κατηγορίες: γλαύκωμα ανοικτής-γωνίας, που είναι και η συχνότερη μορφή και γλαύκωμα κλειστής γωνίας (Weinreb et al. 2014).

Δεδομένου ότι η πάθηση μπορεί να παραμείνει ασυμπτωματική έως και σε προχωρημένα στάδια εξέλιξης της νόσου (Weinreb et al. 2014), η διάγνωση γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις με καθυστέρηση.

Υπάρχουν και άλλες παθήσεις που δυνητικά προκαλούν χαμηλή όραση όπως η αποκόλληση του αμφιβληστροειδή, παθήσεις των αμφιβληστροειδικών αγγείων, κληρονομικές εκφυλιστικές παθήσεις του αμφιβληστροειδή (π.χ. μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, παθήσεις του πρόσθιου ημιμορίου (τραύματα, εγκαύματα κερατοειδή) κ.α (Sahli et al. 2019). Η εμφάνιση τέτοιων περιστατικών θεωρείται περισσότερο σποραδική χωρίς να παύει να αποτελεί μέρος της όλης ερευνητικής προσέγγισης.